υπερτίμημα

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

το, Ν
υπερτιμώ
1. η αύξηση της αξίας ή της προσόδου ενός περιουσιακού στοιχείου
2. το χρηματικό όφελος που αποκομίζει ο ιδιοκτήτης από την υπερτίμηση της περιουσίας του
3. η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η αγοραία τιμή ενός αγαθού σχετικά με την συνήθη ή την προηγούμενη τιμή του
4. η επί πλέον διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας ενός τίτλου ή της πραγματικής αξίας ενός νομίσματος και της τρέχουσας τιμής του.