Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Menander, Monostichoi, 261{{grml
|mltxt=Α [[φύω, φύομαι
1. φύομαι, μεγαλώνω πάνω από κάτι ή επάνω σε κάτι (α. «ταῑς ὑποκειμέναις φλεψὶν ὑπερφύονται σαφῶς οἱ ὄνυχες», Γαλ.
β. «ἔνδον τῆς ἐμῆς ὑπερεφύετο ψυχῆς», Αρισταίν.)
2. υπερτερώ («ὑπερφὺς Ἕλληνας ἰσχύι», Ηρόδ.)
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑπερφύς
ὑπεργεννηθείς».
}}