υπερώνυμος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται τόσο ψηλά, ώστε δεν μπορεί να του δοθεί όνομα, αυτός που είναι υπέρτερος κάθε ονομασίας, ανέκφραστος («ἀγαθότης ὑπερώνυμος», Διον. Αρεοπ.)
μσν.
αυτός που έχει ξακουστό όνομα, περιώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ἐπ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].