υπνωτήριο

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

το, Ν
υπνοδωμάτιο, θάλαμος ύπνου για πολλά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπνώνω + κατάλ. -τήριο].