ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
το, Νυπνοδωμάτιο, θάλαμος ύπνου για πολλά άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπνώνω + κατάλ. -τήριο].