νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
-ές / ὑποκλινής, -ές, ΝΑ
νεοελλ.
(για πρόσ.)
1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού
2. (κατ' επέκτ.) περιποιητικός
αρχ.
αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος.
επίρρ...
ὑποκλινῶς Α
με τρόπο υποκλινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ἐπικλινής, συγκλινής].