υποκλύζω

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

ὑποκλύζω ΝΜΑ
κάνω κλύσμα, καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με κλύσμα («τὴν κοιλίην ὑποκλύζειν», Αρέτ.)
μσν.-αρχ.
πλημμυρίζω, ξεχειλίζωπόντος ὑποκλύζει χθονὸς ἕδρανα», Παύλ. Σιλ.)
αρχ.
1. (με αιτ.) υποσκάπτω, υπονομεύω («τὴν σύμπασαν ὑποκλύζειν πόλιν», Ιώσ.)
2. παθ. ὑποκλυζομαι
κατακλύζομαι, βυθίζομαι («παρασύρεται τῆς ψυχῆς ὑποκλυζομένης πάντοθεν αἰδὼς καὶ ἀρετή», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλύζω «πλημμυρίζω, ξεπλένω με νερό»].