υποπροχέω

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source

Greek Monolingual

Α
χύνω αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + προχέω «χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός»].