υποπροχέω

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

Α
χύνω αποκάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + προχέω «χύνω, εκβάλλω προς τα εμπρός»].