υπόξινος

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
ο κάπως ξινός, ξινούτσικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + όξινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].