ὑφέν

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφέν Medium diacritics: ὑφέν Low diacritics: υφέν Capitals: ΥΦΕΝ
Transliteration A: hyphén Transliteration B: hyphen Transliteration C: yfen Beta Code: u(fe/n

English (LSJ)

earlier ὑφ' ἕν, Adv.
A in one, as a single word, ἀναγιγνώσκειν ὑφ' ἕν Plu.2.31e; πῶς.. πληθυντικὸν καὶ ἑνικὸν ὑφ' ἓν κεκλήσεται; how can a plural and a singular be addressed in one and the same word? A.D.Pron.22.7.
2 ἡ ὑφέν the hyphen, a sign written below two consecutive letters to show that they belong to the same word, e.g. φιλό͜θεος, D.T.Supp.674.4, Sch.D.T.p.126H., Diom.p.434 K., PAmh. 2.21.6 (iii/iv A. D.).

French (Bailly abrégé)

1neutre de ὑφείς.
2adv.
en un tout, en un seul corps ; ἡ ὑφέν (γραμμή) PLUT trait en forme d'arc renversé pour marquer l'union de deux lettres ou de deux parties d'un mot, e.g. φιλό͜θεος (~trait d'union).
Étymologie: ὑπό, ἕν de εἷς.

German (Pape)

adv., eigtl. ὑφ' ἕν, in Eins zusammen, ungeteilt.
Bei den Gramm. ἡ ὑφέν, ein Zeichen, die Verbindung zweier Silben andeutend, φιλό͜θεος, der Bindestrich.

Russian (Dvoretsky)

ὑφέν:
I n к ὑφείς.
II ἡ [εἷς] (sc. γραμμή) соединительная скоба или черта: ἀναγινώσκειν ὑ. Plut. читать слитно.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφέν: ἐπίρρ., = ὑφ’ ἕν, ἅμα, ὁμοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ ὑφέν, σημεῖον πρὸς ἕνωσιν δύο συλλαβῶν (˘), Πλούτ. 2. 31D. 2) ἐν χρήσει ἐν τῇ μουσικῇ ἴσως εἰς δήλωσιν δύο φωνῶν αἵτινες πρέπει νὰ συγχωνευθῶσιν, Notices de Mss., 16, 2, σελ. 53, 221.

Greek Monolingual

ὑφέν, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑφ' ἕν Α
επίρρ. (με θηλ. άρθρ. ως ουσ.) η υφέν
(αρχ. γραμμ.) το σημείο σύνδεσης που ετίθετο κάτω από τον τελευταίο φθόγγο μιας λέξης προκειμένου να τον συνδέσει με τον αρχικό της επόμενης και να δηλώσει ότι πρόκειται για μια σύνθετη λέξη και όχι για δύο αυτοτελείς λέξεις, λ.χ. Ελλήσποντος και όχι Έλλης πόντος, Διόσκουροι και όχι Διός κούροι
νεοελλ.
γραμμ. (με θηλ. άρθρ. και ως ουσ.) σημείο που τίθεται κάτω από δύο φωνήεντα ή διφθόγγους προκειμένου να δηλώσει τη συνεκφώνησή τους, λ.χ. νιός, Παναγιά, γιατί κ.ά.
μσν.
μουσ.
1. σημείο που δήλωνε τη συνεκφώνηση δύο φθόγγων
2. σημείο που δήλωνε τη σύνδεση δύο χαρακτήρων σε μία χρονική αξία
αρχ.
(ως επίρρ.) μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφ' ἕν < ὑπό + ἕν].