Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
-ον, ΜΑαυτός που πορεύεται στα ύψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πορος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. εὔπορος].