ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de φαίνω.
see φαίνω.
φάνεν: Επικ.I. γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του φαίνω. II. φᾰνέν, ουδ. μτχ.
φάνεν: эп. (= ἐφάνησαν) 3 л. pl. aor. 2 pass. к φαίνω.