φάρμα

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μεγάλο αγρόκτημα με διάφορες κτηριακές εγκαταστάσεις για κατοικία, αποθήκες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. farm].