φάρμα

From LSJ

γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μεγάλο αγρόκτημα με διάφορες κτηριακές εγκαταστάσεις για κατοικία, αποθήκες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. farm].