φάρσα Search Google

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
1. θεατρ. κωμικό σκηνικό δρώμενο ή θεατρικό έργο που χαρακτηρίζεται κυρίως από τις εξαιρετικά απίθανες καταστάσεις, τους τυποποιημένους και ακατέργαστους σε σχέση με την κωμωδία χαρακτήρες, την ευτράπελη υπερβολή και τα χονδροειδή ως προς το περιεχόμενο και την μορφή αστεία
2. αστείο εις βάρος κάποιου, το οποίο φθάνει ώς την υπερβολή («το τηλεφώνημα για την τοποθέτηση βόμβας στην τράπεζα ήταν φάρσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. farsa < γαλλ. farce < λατ. farsus, σπάνιος τ. της μτχ. fartus του ρ. farcio «γεμίζω»].