φέροικος
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
English (LSJ)
ὁ, a white animal like a squirrel, Cratin.94 (ὅμοιον γαλῇ Phot., cf. Hsch. s.v. φερέοικος, EM790.36, sed fort. γαλεώτῃ).
German (Pape)
[Seite 1262] = φερέοικος, VLL., wo es auch ein vierfüßiges Tier, dem Wiesel (γαλῆ) ähnlich bedeutet, das sich an den Wurzeln der Eichen aufhält und Eicheln frißt.
Greek (Liddell-Scott)
φέροικος: -ον, ζῷόν τι ὅμοιον γαλῇ, λευκόν, φωλεῦον ἐν ταῖς ῥίζαις τῶν δρυῶν, βαλανηφάγον (ὡς περιγράφει αὐτὸ ὁ Φώτιος), Κρατῖνος ε’ν «Κλεοβουλίναις» 7· διάφορον τοῦ παρ’ Ἡσιόδῳ φερεοίκου.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. φερέοικος.