φαγολοίδορος
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
English (LSJ)
ὁ, swallower of insults, Glossaria.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που καταπίνει τις προσβολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + συνδετικό φωνήεν -ο- + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός»].