φαγολοίδορος

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰγολοίδορος Medium diacritics: φαγολοίδορος Low diacritics: φαγολοίδορος Capitals: ΦΑΓΟΛΟΙΔΟΡΟΣ
Transliteration A: phagoloídoros Transliteration B: phagoloidoros Transliteration C: fagoloidoros Beta Code: fagoloi/doros

English (LSJ)

ὁ, swallower of insults, Glossaria.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός που καταπίνει τις προσβολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + συνδετικό φωνήεν -ο- + λοίδορος «υβριστικός, χλευαστικός»].