φαιδρύντρια

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρύντρια Medium diacritics: φαιδρύντρια Low diacritics: φαιδρύντρια Capitals: ΦΑΙΔΡΥΝΤΡΙΑ
Transliteration A: phaidrýntria Transliteration B: phaidryntria Transliteration C: faidryntria Beta Code: faidru/ntria

English (LSJ)

ἡ, fem. of φαιδρυντής, σπαργάνων φ. washer of baby-linen, A.Ch. 759.

German (Pape)

[Seite 1250] ἡ, fem. zu φαιδρυντής, σπαργάνων, Wäscherinn, Aesch. Ch. 748.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
celle qui nettoie, qui entretient, qui a soin de.
Étymologie: φαιδρύνω.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρύντρια:прачка (παιδὸς σπαργάνων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρύντρια: ἡ, θηλ. τοῦ φαιδρυντής, σπαργάνων φ., ἡ πλύνουσα τὰ σπάργανα βρέφους, Αἰσχύλ. Χο. 759.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. φαιδρυντής.