φαλλοκράτης

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
οπαδός, υποστηρικτής της φαλλοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + -κράτης (< κράτος), πρβλ. γραφειοκράτης].