φανάπτης
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
φανάπτου, ὁ, lamplighter, Stud.Pal.10.251A2 (vi A. D.), etc.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
ο φανανάπτης, ιδίως τών αρχοντικών οικιών και τών ναών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -άπτης (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχνάπτης].