φαρμακαποθήκη
From LSJ
διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
η, Ν
1. αποθήκη φαρμάκων
2. κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμακευτικών ή χημικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].