φαρμακαποθήκη

From LSJ

Greek Monolingual

η, Ν
1. αποθήκη φαρμάκων
2. κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμακευτικών ή χημικών ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].