φαρμακοληψία
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
η, Ν
η εσωτερική λήψη φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -ληψία (< -λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. θρησκο-ληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].