φαρμακολογία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
(φαρμ.) επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της επενέργειας τών φαρμάκων στους ζωντανούς οργανισμούς, καθώς και την έρευνα και παραγωγή φαρμακευτικών ουσιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharmacologie (< φάρμακο + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].