φαροφύλακας

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
φύλακας φάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) + φύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. φαροφύλαξ, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].