φελλόδενδρο
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες της τάξης ρουτώδη και περιλαμβάνει 9 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή της ανατολικής Ασίας και τών οποίων ο φλοιός σχηματίζει φελλό
2. κοινή ονομασία του είδους δρυός Quercus suber από το οποίο λαμβάνεται ο φελλός, αλλ. φελλόδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phellodendrum < φελλός + δένδρο].