φιλομετάβολος

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομετάβολος Medium diacritics: φιλομετάβολος Low diacritics: φιλομετάβολος Capitals: ΦΙΛΟΜΕΤΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: philometábolos Transliteration B: philometabolos Transliteration C: filometavolos Beta Code: filometa/bolos

English (LSJ)

φιλομετάβολον, fond of change, variable, φιλομετάβολόν τί ἐστιν ὁ αἰών S.E.M.1.82.

German (Pape)

[Seite 1282] Veränderung liebend, veränderlich, Sext. Emp. adv. gramm. 82.

Russian (Dvoretsky)

φιλομετάβολος: любящий или вносящий перемены, переменчивый (ὁ αἰών Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομετάβολος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν μεταβολήν, εὐμετάβολος, φιλομετάβολόν τι ἐστιν ὁ αἰὼν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 82. ― φῐλομετάβλητος, ον, Θεοδωρ. Ἐπιστ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 417.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αρέσκεται στις μεταβολές ή αυτός που μεταβάλλεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μετάβολος «μεταβλητός»].