φιλορήτωρ

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλορήτωρ Medium diacritics: φιλορήτωρ Low diacritics: φιλορήτωρ Capitals: ΦΙΛΟΡΗΤΩΡ
Transliteration A: philorḗtōr Transliteration B: philorētōr Transliteration C: filoritor Beta Code: filorh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A fond of rhetoric, Cic.Att.1.13.5.
2 loving rhetoricians, Phld.Rh.2.218 S.

German (Pape)

[Seite 1284] ορος, = φιλοῤῥήτωρ.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλορήτωρ: -ορος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ῥητορικήν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 13.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. φιλορρήτωρ, -ορος, ὁ, Α
αυτός που αγαπά την ρητορική τέχνη ή τους ρήτορες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ῥήτωρ.