φιλορήτωρ
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A fond of rhetoric, Cic.Att.1.13.5.
2 loving rhetoricians, Phld.Rh.2.218 S.
German (Pape)
[Seite 1284] ορος, = φιλοῤῥήτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλορήτωρ: -ορος, ὁ ἀγαπῶν τὴν ῥητορικήν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 1. 13.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. φιλορρήτωρ, -ορος, ὁ, Α
αυτός που αγαπά την ρητορική τέχνη ή τους ρήτορες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ῥήτωρ.