φιλόκολπος

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

German (Pape)

[Seite 1281] den Busen liebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκολπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν κόλπον, τὸ στῆθος (τῶν γυναικῶν), Θεόφιλ. Ἀντιοχείας 1125Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που του αρέσει ο κόλπος, το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κόλπος.