φιλόκολπος

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

German (Pape)

[Seite 1281] den Busen liebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκολπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν κόλπον, τὸ στῆθος (τῶν γυναικῶν), Θεόφιλ. Ἀντιοχείας 1125Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που του αρέσει ο κόλπος, το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κόλπος.