φιλόλιθος

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόλῐθος Medium diacritics: φιλόλιθος Low diacritics: φιλόλιθος Capitals: ΦΙΛΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: philólithos Transliteration B: philolithos Transliteration C: filolithos Beta Code: filo/liqos

English (LSJ)

φιλόλιθον, fond of precious stones, Plu.2.462d.

German (Pape)

[Seite 1281] Steine, bes. Edelsteine liebend; Plut. coh. ira 14; Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
amateur de pierres précieuses.
Étymologie: φίλος, λίθος.

Russian (Dvoretsky)

φιλόλῐθος: любящий (драгоценные) камни Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φιλόλῐθος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς πολυτίμους λίθους, Πλούτ. 2. 462C, Κλήμ. Ἀλεξ. 257.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσουν πολύ οι πολύτιμοι λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λίθος (< λίθος), πρβλ. δροσό-λιθος].