φλιδώ

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
1. είμαι γεμάτος λίπος, υγραίνομαι από το πολύ λίπος, είμαι πλαδαρός
2. διαλύομαι, σαπίζω («τοῖς δέρμασι φλιδᾷ καὶ ρακοῦται», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι-δ- (βλ. λ. φλίω)].