φοιβάστρια
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ἡ, prophetess, Lyc.1468.
German (Pape)
[Seite 1295] ἡ, fem. von φοιβαστήρ, Wahrsagerinn, Prophetinn, Lycophr. 1468.
Greek (Liddell-Scott)
φοιβάστρια: ἡ, μαντεύτρια, προφῆτις, Λυκόφρ. 1468.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. φοιβαστής.