φοιτεία

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτεία Medium diacritics: φοιτεία Low diacritics: φοιτεία Capitals: ΦΟΙΤΕΙΑ
Transliteration A: phoiteía Transliteration B: phoiteia Transliteration C: foiteia Beta Code: foitei/a

English (LSJ)

ἡ, = φοίτησις, Theognost.Can.25, Suid. (-τία).

Greek (Liddell-Scott)

φοιτεία: ἡ, = φοίτησις, «φοιτεία, πορεία» Σουΐδ., «φοιτείαμάθησις» Θεογνώστου Κανόνες σ. 25, 22, (ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τόμ. 2).

Greek Monolingual

και κατά το λεξ. Σούδα φοιτία, ἡ, Α φοιτῶ
φοίτηση.