αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(I)-άω, Α φόνος ή φονή(εφετικό ρ.) επιθυμώ να διαπράξω φόνο, διψώ για αίμα.(II)-όω, Α φόνος ή φονήμολύνω με αίμα («πεφονωμένον ἔγχος», Οππ.).