φονώ

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α φόνος ή φονή
(εφετικό ρ.) επιθυμώ να διαπράξω φόνο, διψώ για αίμα.
(II)
-όω, Α φόνος ή φονή
μολύνω με αίμα («πεφονωμένον ἔγχος», Οππ.).