φονώ

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α φόνος ή φονή
(εφετικό ρ.) επιθυμώ να διαπράξω φόνο, διψώ για αίμα.
(II)
-όω, Α φόνος ή φονή
μολύνω με αίμα («πεφονωμένον ἔγχος», Οππ.).