φουσκοθαλασσιά

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η, Ν
κυματώδης ή ταραγμένη θάλασσα είτε σε νηνεμία είτε ενώ φυσάει άνεμος από κατεύθυνση διαφορετική από εκείνην από την οποία έρχεται το κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο- + θάλασσα + κατάλ. -ιά].