φράγκο
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
το, Ν
1. νομισματική μονάδα της Γαλλίας, της Ελβετίας, του Λουξεμβούργου και του Βελγίου, του Λιχτενστάιν, του Μονακό, τών περισσότερων γαλλικών και τέως βελγικών υπερπόντιων κτήσεων και ορισμένων αφρικανικών κρατών
2. φρ. α) «δεν έχω φράγκο» — δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι απένταρος
β) «δεν δίνω φράγκο» — δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου, δεν δίνω σημασία
γ) «δεν αξίζει φράγκο»
μτφ. (για πρόσ. και πράγμ.) δεν έχει καμία αξία, είναι ασήμαντο, είναι τελείως ευτελές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. franco < γαλλ. franc < μσν. λατ. Francus «Γάλλος»].