φρενερημία

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek (Liddell-Scott)

φρενερημία: ἡ, ἐρημία φρενῶν, Δίδ. Ἀλεξ. σ. 992, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

ἡ, Α
έλλειψη φρενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἐρημία (< ἔρημος)].