φρενογλωττισμός

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
σπασμός της γλωττίδας και του διαφράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + γλωττίδα + κατάλ. -ισμός].