φρόντισις
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
-εως, ἡ, care, consideration, Plot. 4.3.4. = φροντίς (thought, attention, reflection, speculations, heed, thinking, deep thought, concern) III. 1, Just. Edict. 13.10.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
φρόντισις: -εως, ἡ, φρόντισμα, ἐπιμέλεια, ἀξίωμα, ὀφφίκιον, Ἰουστιν. Ἐδικ. 13, 10. Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. φρόντιση.