φυγείον

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monolingual

και φυγίον, τὸ, Μ
άτακτη φυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. φεύγω + κατάλ. -εῖον].