φυσούνι

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η φυσούνα
2. είδος παραδοσιακού κυκλικού χορού για άνδρες και γυναίκες, πιθανώς από την περιοχή της Πρέβεζας, που εκτελείται σε εννέα χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσώ, κατά τα ονόμ. σε -ούνι (πρβλ. κουδούνι)].