φωνομετρία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. η μέτρηση της έντασης τών ήχων
2. (φωνητ.) σύστημα πειραματικής διερεύνησης τών φωνητικών χαρακτηριστικών της γλώσσας επί στατιστικής βάσεως, το οποίο στηρίχθηκε στις έρευνες που διεξήγαγε από τη δεκαετία του 1930 ο Γερμανός μελετητής της φωνητικής Έμπερχαρτ Τσβίρνερ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonometrie < φωνή + -μετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].