φύρασις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, Ion. φύρησις, ιος, ἡ, mixing, LXX Ho.7.4, Aret. CA2.3; ἀρωμάτων Dsc.1.58; mixture, Gal.6.342.
German (Pape)
[Seite 1316] ἡ, das Kneten, Durcheinanderrühren, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φύρᾱσις: Ἰων. φύρησις, εως, ἡ, ἀνάμιξις, ζύμωμα, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 3.
Greek Monolingual
-άσεως, και ιων. τ. φύρησις, -ήσεως, ἡ, Α φυρῶ
1. ανακάτεμα και ζύμωμα
2. μίγμα.