χάζεμα

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

το, Ν χαζεύω
1. το να γίνεται κανείς χαζός
2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο του
β) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα.