χάντρα Search Google

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

και χάνδρα, η, Ν
1. μικρό σφαιρικό ή κυλινδρικό, συνήθως, αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο υλικό, με διαμπερή οπή από την οποία περνάει νήμα
2. μτφ. α) μάτι, ιδίως λαμπερό και όμορφο
β) χοντρή σταγόνα από δάκρυ
3. φρ. «τα μάτια σου χάντρες να γίνουν»
(ως κατάρα) να τυφλωθείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αραβ. προέλευσης].