χάντρα
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
Greek Monolingual
και χάνδρα, η, Ν
1. μικρό σφαιρικό ή κυλινδρικό, συνήθως, αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο υλικό, με διαμπερή οπή από την οποία περνάει νήμα
2. μτφ. α) μάτι, ιδίως λαμπερό και όμορφο
β) χοντρή σταγόνα από δάκρυ
3. φρ. «τα μάτια σου χάντρες να γίνουν»
(ως κατάρα) να τυφλωθείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αραβ. προέλευσης].