χέλλος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
τό, Aeol. for χεῖλος, ib.603. χελλύσσω, v. χελύσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
χέλλος: τό, Αἰολ. ἀντὶ χεῖλος, Χοιροβ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. χείλος.