χαλαζοβολέω
From LSJ
English (LSJ)
shower hail, AP5.63 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 1326] mit Hagel werfen, hageln, Asclepiads. 26 (V, 64).
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλαζοβολέω: βάλλω, πλήττω διὰ χαλάζης, Ἀνθ. Παλατ. 5. 64, Κλήμ. Ἀλεξ. 754.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλαζοβολέω: насылать град Anth.