χαλβαδοποιός

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ο τεχνίτης, ο ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει χαλβά
2. βιοτέχνης ή βιομήχανος χαλβαδοποιίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβάς, -άδες + -ποιός. Η λ. στον πληθ. χαλβαδοποιοί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].