χαλβάς
From LSJ
ο, Ν
1. βιομηχανικό προϊόν, είδος γλυκίσματος από ταχίνι, ζάχαρη, αρωματικά και, συχνά, από εκχύλισμα χαλβαδόριζας
2. οικιακό γλύκισμα παρασκευαζόμενο κυρίως από σιμιγδάλι, βούτυρο ή λάδι και ζάχαρη
3. μτφ. άνθρωπος νωθρός και αφελής, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. halva < helva].