φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
και χασομεράω και χασομερνώ Ν χασομέρης1. (αμτβ.) α) είμαι αργόσχολοςβ) χρονοτριβώ, καθυστερώ χωρίς λόγογ) χάνω εργάσιμο χρόνο2. (μτβ.) απασχολώ κάποιον από τη δουλειά του, τον κάνω να καθυστερεί.