ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
-άω, και τ. μέσ. χαϊδολογιέμαι, Ν
1. χαϊδεύω συχνά κάποιον
2. μέσ. χαϊδολογιέμαι
α) μού αρέσουν πολύ τα χάδια
β) κάνω νάζια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + -λογώ].