χαϊδολογώ

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

Greek Monolingual

-άω, και τ. μέσ. χαϊδολογιέμαι, Ν
1. χαϊδεύω συχνά κάποιον
2. μέσ. χαϊδολογιέμαι
α) μού αρέσουν πολύ τα χάδια
β) κάνω νάζια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + -λογώ].