χειρόκτιο

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

το / χειρόρτιον, ΝΜ, και χερόκτι και χειρόχτι Ν, και χερόρτι Μ
προστατευτικό ή καλλωπιστικό περίβλημα του χεριού, κατασκευασμένο από δέρμα ή ύφασμα, γάντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. χειρόρτιον < χειρ(ο)- + ἀρτάριον «είδος υποδήματος» (πρβλ. και ἀρτήρ), από όπου οι νεοελλ. τ. με ανομοίωση].