ἀρτήρ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ἀρτῆρος, ὁ, a kind of
A felt shoe, Pherecr.38.
II that by which anything is carried, LXX Ne.4.17(11).
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
1 cierto calzado Pherecr.42.
2 carro, carretilla LXX 2Es.14.11.
• Etimología: De *ἀϝερτήρ a partir de la raíz de αἴρω, q.u.
German (Pape)
[Seite 361] ῆρος, ὁ, 1) eine Art Schuhe, Phereer. B. A. 447. – 2) woran etwas getragen wird, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτήρ: ῆρος, ὁ, «ὑποδήματος γένος, Φερεκράτης Γραυσὶν» Α. Β. 447, 29· κοινῶς ἔτι καὶ νῦν καλεῖται «ἀρτῆρι». ΙΙ. ἀναφορεύς, «μανέλλα», Τουρκ. «σιρίκι», Ἑβδ. (Νεεμ. δ΄, 17).
Greek Monolingual
ἀρτήρ (-ῆρος), ο (Α)
1. είδος υποδημάτων
2. οποιαδήποτε διάταξη με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αρτήρ ανάλογα με την ονομασία της έχει και διαφορετική προέλευση. Με τη σημασία «είδος παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω» (> αρτώ > αρτητήρ > αρτήρ, με συλλαβική ανομοίωση), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. πρέπει να έχει προέλθει από αFερ-τήρ (πρβλ. αείρω (Ι) «σηκώνω»)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: 1. that by which anything is carried (LXX Ne. 4, 17 [11]); 2. kind of shoe (Pherekr. 38, H.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: 1. from *ἀϜερ-τήρ, to 1. ἀείρω raise. 2. could be what is bound to to 2. ἀείρω bind, or to ἀρτάω with haplology for *ἀρτη-τήρ.
Frisk Etymology German
ἀρτήρ: {artḗr}
Grammar: m.
Meaning: 1. "der Erheber", Gegenstand womit etwas getragen wird (LXX Ne. 4, 17 [11]): aus *ἀϝερτήρ, zu 1. ἀείρω erheben; 2. eine Art Schuhe (Pherekr. 38, H.): kann als "Anbinder, Angebundenes" zu 2. ἀείρω anbinden gehören; allenfalls auch zu ἀρτάω mit Haplologie für *ἀρτητήρ.
Derivative: Dazu ngr. (pont.) ὀρτάρια Socken; Amantos Ἀρχ. Ἐφ. 28, 85ff.
Page 1,154-155